έρεισμα

έρεισμα
το (AM ἔρεισμα) [ερείδω]
1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι
2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι»)
β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης («Θήρων ἔρεισμ’ Ἀκράγραντος» — ο Θήρων, ο προστάτης τού Ακράγαντα», Πίνδ.)
νεοελλ.
στενή λωρίδα γης απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής που χρησιμεύει ως στήριγμα τού δρόμου ή τής γραμμής
αρχ.
1. υποστήριγμα που χρησιμεύει στο να μην κλίνει το πλοίο προς τα πλάγια
2. η πίεση ενός σώματος στο σημείο όπου στηρίζεται
3. φρ. «ἔρεισμα Ἀθηνῶν», για τον τάφο τού Οιδίποδα (Σοφ.)
4. καλή τύχη, ευτυχής μοίρα
5. αυτό που παρέχει ανακούφιση από κάτι («στεναγμοί, τῶν πόνων ἐρείσματα», Αισχύλ.)
6. το υποστήριγμα ενός οικοδομήματος και γεν. καθετί που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔρεισμα — prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”